-
1 κοπριά
[коприа] ουσ. Θ. удобрениеΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κοπριά
-
2 навоз
-
3 компост
с.-х. το μ(ε)ίγμα του οργανικού λιπάσματος (κοπριά με τύρφη/χώμα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > компост
-
4 помёт
(животного) η κοπριά, ο κόπρος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > помёт
-
5 жижа
жижаж τό κατακάθι(σμα), τό πηκ-τό[ν] ὑγρό[ν]:навозная \жижа κοπριά χωνεμένη. -
6 навоз
навозм ἡ κοπριά, ἡ κόπρος / ἡ σβου-νιά (коровий). -
7 помет
пометм1. ἡ κοπριά, ὁ κόπρος (животных) I ἡ κούτσουλιά (птиц)·2. (выводок) ἡ γέννα, ἡ γεννιά. -
8 навоз
[ναβός] ουσ. α κοπριά -
9 навоз
[ναβός] ουσ α κοπριά -
10 гуано
ουδ. άκλ. κοπριά των πτηνών της Περουβίας ως λίπασμα. -
11 кизяк
-а (кизяку) α. ξερή κοπριά ως καύσιμη ύλη. -
12 навоз
-а α.κοπριά, κόπρος, φουσκή•конский навоз αλογοκοπριά•
коровий навоз γελαδοκοπριά, σβουνιά•
удобрять -ом λιπαίνω με κόπρο• φουσκίζω.
-
13 помёт
-а θ. κόπρος ζώων, η κοπριά•коровий -.γελαδοκοπριά, βόλιτο•
помёт птиц κουτσουλιά•
помёт лошадей αλογοκοπριά, καβαλίνα•
помёт коз γιδοκοπριά, βερβελιά•
помёт мышей κάβαλο, ποντικοκάβαλο, ποντι,κοκούραδο, ποντικοκό-τσουλο.
(κυνηγ.) μιας γέννας•оба щенка — одного -а και• τα δυο κουτάβια είναι μιας γέννας•
зайчата одного -а λαγουδάκια μιας γέννας.
См. также в других словарях:
κοπρία — κοπρίᾱ , κοπρία dunghill fem nom/voc/acc dual κοπρίᾱ , κοπρία dunghill fem nom/voc sg (attic doric aeolic) κοπρίᾱ , κοπρίας buffoons masc nom/voc/acc dual κοπρίας buffoons masc voc sg κοπρίᾱ , κοπρίας buffoons masc voc sg (attic) κοπρίᾱ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπριά — Οργανικό λίπασμα, το οποίο αποτελείται από στερεά περιττώματα ζώων, αναμεμειγμένα με υποστρωματικό υλικό. Η χρήση της κ. ως λίπασμα είναι γνωστή από τα αρχαία χρόνια. Σήμερα, ωστόσο, χρησιμεύει περισσότερο ως βιοκαύσιμο στα θερμοκήπια και για την … Dictionary of Greek
κοπρίᾳ — κοπρίαι , κοπρία dunghill fem nom/voc pl κοπρίᾱͅ , κοπρία dunghill fem dat sg (attic doric aeolic) κοπρίαι , κοπρίας buffoons masc nom/voc pl κοπρίᾱͅ , κοπρίας buffoons masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπρία — Οργανικό λίπασμα, το οποίο αποτελείται από στερεά περιττώματα ζώων, αναμεμειγμένα με υποστρωματικό υλικό. Η χρήση της κ. ως λίπασμα είναι γνωστή από τα αρχαία χρόνια. Σήμερα, ωστόσο, χρησιμεύει περισσότερο ως βιοκαύσιμο στα θερμοκήπια και για την … Dictionary of Greek
κοπριά — η η κόπρος των ζώων και μάλιστα η κατάλληλη για λίπανση του εδάφους: Το χωράφι αυτό θέλει κοπριά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κόπρια — κόπριον dirt neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καὶ ὁ ἀλέκτωρ ἐν τῇ οἰκείᾳ κοπρίᾳ ἰσχυρός ἐστι. — См. Всяк петух на своем пепелище хозяин … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
κοπρίας — κοπρίᾱς , κοπρία dunghill fem acc pl κοπρίᾱς , κοπρία dunghill fem gen sg (attic doric aeolic) κοπρίᾱς , κοπρίας buffoons masc acc pl κοπρίᾱς , κοπρίας buffoons masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπρίαι — κοπρία dunghill fem nom/voc pl κοπρίᾱͅ , κοπρία dunghill fem dat sg (attic doric aeolic) κοπρίας buffoons masc nom/voc pl κοπρίᾱͅ , κοπρίας buffoons masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπρίαν — κοπρίᾱν , κοπρία dunghill fem acc sg (attic doric aeolic) κοπρίᾱν , κοπρίας buffoons masc acc sg (attic epic doric aeolic) κοπρίας buffoons masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπριῶν — κοπρία dunghill fem gen pl κοπρίας buffoons masc gen pl κοπρίζω dung fut part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)